- καταλοκίζω
- κατ-ᾰλοκίζω,A cut into furrows,
κατὰ μὲν ὄνυξιν ἠλοκίσμεθ' E.Supp. 826
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατὰ μὲν ὄνυξιν ἠλοκίσμεθ' E.Supp. 826
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταλοκίζω — (Α) κόβω, σχηματίζω αυλάκια («κατὰ μὲν ὄνυξιν ἠλοκίσμεθα» έχουμε κάνει αυλάκια στα πρόσωπα μας με τα νύχια, Ευ p.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλοκίζω «ανοίγω αυλάκια» (< ἄλοξ «αύλακα»)] … Dictionary of Greek
κατηλοκισμένα — καταλοκίζω cut into furrows perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) κατηλοκισμένᾱ , καταλοκίζω cut into furrows perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) κατηλοκισμένᾱ , καταλοκίζω cut into… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηλόκιζε — καταλοκίζω cut into furrows imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηλόκισται — καταλοκίζω cut into furrows perf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)